- θερμομόνωση
- ηη μόνωση κάποιου χώρου με διάφορα υλικά ώστε να αποφεύγεται η απώλεια θερμότητας από το εσωτερικό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμομόνωση — (Οικολ.). Προσαρμοστικές μεταβολές των ποικιλόθερμων οργανισμών των ψυχρών περιοχών της Γης με τις οποίες καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν τις απώλειες θερμότητας προς το εξωτερικό περιβάλλον. Οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές –αλλά όχι οι μοναδικές– … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
λιπώδης — ες (Α λιπώδης, ῶδες) [λίπος] αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς νεοελλ. 1. αυτός που έχει τις ιδιότητες τού λίπους 2. φρ. α) «λιπώδης ιστός» βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι… … Dictionary of Greek